- ραντίζω
- μετ. брызгать, обрызгивать, опрыскивать; кропить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥαντίζω — to be sprinkled pres subj act 1st sg ῥαντίζω to be sprinkled pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… … Dictionary of Greek
ραντίζω — ραντίζω, ράντισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ραντίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, περιβρέχω κάτι με σταγόνες υγρού: Ράντισαν τ αμπέλια με γαλαζόπετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥαντίσω — ῥαντίζω to be sprinkled aor subj act 1st sg ῥαντίζω to be sprinkled fut ind act 1st sg ῥαντίζω to be sprinkled aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντίσῃ — ῥαντίζω to be sprinkled aor subj mid 2nd sg ῥαντίζω to be sprinkled aor subj act 3rd sg ῥαντίζω to be sprinkled fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραντίσθην — ῥαντίζω to be sprinkled aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαντίζω to be sprinkled aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρραντισμένον — ῥαντίζω to be sprinkled perf part mp masc acc sg ῥαντίζω to be sprinkled perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρραντίσμεθα — ῥαντίζω to be sprinkled plup ind mp 1st pl ῥαντίζω to be sprinkled perf ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρράντιζον — ῥαντίζω to be sprinkled imperf ind act 3rd pl ῥαντίζω to be sprinkled imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥαντιεῖ — ῥαντίζω to be sprinkled fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ῥαντίζω to be sprinkled fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)